ἐπιφοράν

ἐπιφοράν
ἐπιφορά̱ν , ἐπιφορά
bringing to
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • συμπλήρωση — η / συμπλήρωσις, ώσεως ΝΜΑ [συμπληρῶ, ώνω] η ολοκλήρωση, η περάτωση (α. «η συμπλήρωση τού έργου του» β. «η συμπλήρωση τών νέων οικονομικών μέτρων» γ. «ὁ Πατήρ... οὐδὲν εἰς συμπλήρωσιν τῆς ἑαυτοῡ θεότητος παρὰ τοῡ υἱοῡ λαμβάνων», Ευσ. δ. «τὴν… …   Dictionary of Greek

  • υπεκκλίνω — Α 1. εκφεύγω, διαφεύγω 2. (με αιτ.) αποφεύγω («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῡ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκλίνω «γέρνω προς τα έξω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποφεύγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”